- αλλοδοξώ
- (Α ἀλλοδοξῶ, -έω) [ἀλλόδοξος]νεοελλ.ανήκω σε άλλο θρησκευτικό δόγμα, είμαι αλλόδοξοςαρχ.νομίζω κάτι διαφορετικό από ό,τι είναι στην πραγματικότητα, έχω σφαλερή αντίληψη για κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀλλοδοξῶ — ἀλλοδοξέω mistake one thing for another pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀλλοδοξέω mistake one thing for another pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλλόδοξος — η, ο (Α ἀλλόδοξος, ον) νεοελλ. 1. οπαδός άλλης θρησκείας, αλλόθρησκος 2. οπαδός άλλου θρησκευτικού δόγματος, ετερόδοξος αρχ. 1. αυτός που έχει διαφορετική ή σφαλερή αντίληψη για κάτι 2. οπαδός άλλης σχολής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο * + δοξος < δόξα … Dictionary of Greek